- θεομόριος
- θεομόριος, -ία, -ον, επικ. τ. θευμόριος, -ίη, και -ία, -ον (Α) [θεόμορος]1. ο ορισμένος από τους θεούς («θευμορίη νοῦσος» Απολλ. Ρόδ.)2. το θηλ. ως ουσ. ή θευμορίατο μερίδιο τού θεού ή το μερίδιο που παίρνει ο ιερέας από μια θυσία3. το θηλ. ως ουσ. ή θευμορίηη μοίρα, το πεπρωμένο, η τύχη.
Dictionary of Greek. 2013.